- σύμβλησις
- -ήσεως, ἡ, Α [συμβάλλω]1. συμβολή, ένωση2. παραβολή, σύγκριση3. αναφορά4. ερμηνεία («σύμβλησις τοῡ σημείου», Διογ. Λαέρ.)5. βοήθεια, επικουρία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σύμβλησις — union fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύμβλησιν — σύμβλησις union fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμβλήδην — Μ επίρρ. συλλήβδην*. [ΕΤΥΜΟΛ. < συμβάλλω (πρβλ. σύμβλησις) + επιρρμ. κατάλ. δην (πρβλ. συλλήβ δην)] … Dictionary of Greek
συμβλήσεως — συμβλήσεω̆ς , σύμβλησις union fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)